Ξεπερνώντας τη μιζέρια της καταφρονεμένης παιδικής ηλικίας του 50 και 60, τη φτώχεια του μεταναστευτικού κύματος, τον ήλιο, τη θάλασσα και το αγοροκόριτσό μου και ό,τι τέτοιο κοινότοπο με έκανε να βαριέμαι τον ελληνικό κινηματογράφο πέρα από τον Βουτσά και τις χουντοταινίες του Κωνσταντάρα, βρέθηκα μπροστά σε ένα σκηνοθετικό μεγαλείο, μία τέλεια ατμόσφαιρα και μία ιδέα που όσο και αν δεν είναι πρωτότυπη (θα εξαφάνιζα πάντως τις ελληνικές ταινίες των τελευταίων τριάντα ετών για να ήταν πρωτότυπη)(όχι του Βουτσά) ήταν δοσμένη με μία αισθητική ιδιαίτερη και παντελώς απόκοσμη (είδα κάνα τέταρτο από το μεξικάνικο για να χω εικόνα) που σίγουρα δεν έχω δει από έλληνα σκηνοθέτη. Σπάει κυνόδοντες.