ο χρόνος που με βασάνιζε, τα βραδια των γιορτών, οι κρύες μέρες και νυχτες που ξαναζούσα τα ίδια, χωρις έλεος, ποσο φοβόμουν πως θα ξαναπέσω, επεσα, οπως πέρσι κάθε μέρα μέσα σ εκείνο το καταραμένο μπάνιο, κάθε μα κάθε γαμημενη μέρα που έτρεχα να βγω έξω, ποια νύχτα, προλάβαινα? ειχα ήδη τελειώσει κ η βοήθεια μεγάλη απο ο,τι άφηνα και κυλούσε μέσα μου για να με πετάξει κατω, αναίσθητο, παραμιλώντας, ποια νύχτα? εκείνο το πρωί, εκείνο το πρωί να μην ξαναζήσω ποτέ μου, αυτο φοβόμουν, έτρεμα, κάθε πρωί, κάθε γαμημενο πρωί που δεν μπορούσα, μονο φωνές κ κραυγές, το νερό δεν λυτρώνει, ούτε ξεπλένει, μονο φωνές και κραυγές, μονο το πρωί δεν θελω ξανά.
[Paulus μια μαργαρίτα παρακαλώ, ναι κανάτα]