Ήταν τα στενά της πόλης με την αποπνικτική ατμόσφαιρα που ήθελα να βιώσω, τον θάνατο σε αυτήν την πολη, τη νεκρόπολη, όπως τον έγραψαν οι συγγραφείς μου, που τωρα φοβάμαι να τους πιάσω πια μην πεθάνω εγω, να ρχεται ο Ιταλός που δεν τον κατάλαβα ποτέ γιατί ήταν ετσι 3 χρονια και δεν το χωρούσε ο νους μου και να μου λεει μια αλήθεια πικρή, εγω δεν θα γίνω Παύλος να σου πω οτι ετσι ειναι, και το πε με τόση αγαπη, μα αυτός γυρνούσε σπίτι μόνος του ομως και έψαχνε λίγη παρέα για τα βραδια του και εγω του πουλούσα βοήθειες απο το πανέρι, και αυτός τωρα δεν θέλει να με βλέπει ετσι, ομως δεν γίνεται να σταματήσει να με στοιχειωνει εκείνο το γέλιο του σαν τον ρώτησα αν περνάει ποτέ, γέλιο βαθύ απο μέσα σου, σου έλεγε ξεκαθαρα, εκει θα ναι πάντα, οπως μου πες ψηλέ για τις βόλτες σου στην πολη που ακομη σε γυροφέρνουν, εγω τωρα κάθομαι με την καμηλοπάρδαλη μου, πίνω απο μέσα της και την κρατάω στην αγκαλιά μου, οπως ενα χρόνο πριν ειχα εσένα, με ενα ποτήρι κρασί στις όχθες ενός βρωμικου καναλιού, μεσημέρι με την κουβέντα μας λες και ήμασταν φτιαγμένοι για τον τόπο και τον χρόνο εκείνο, κατάλληλοι, ξέρω πως ήταν η ευτυχία για αυτο ειμαι δυστυχισμένος, τον έζησα τον θάνατο που ήθελα, δεν αλλάζει η πολη τίποτα, παντού ίδιος ειναι, σε τυλίγει αργα, σε καταπίνει, δεν σε ξερναει ποτέ;
[Paulus trying to sell, matter of survival]