Οι δυο τους κάθονταν αντάμα κοιτώντας σε διαφορετικά σημεία, από τη μία τη θάλασσα από την άλλη το βουνό. Τα σώματα που τις ένωσαν για λίγο δεν ήταν πια εκεί και αυτές στέκονταν μονάχες, ήταν θλιβερό να τις βλέπεις άδειες, είχαν χάσει την κίτρινη ζωντάνια τους και ο σκελετός τους είχε σταματήσει να διαπερνάται από εκείνη την ηλεκτρισμένη νυχτιά. Αν έπαυαν να ελπίζουν θα ζητούσαν να τις διπλώσουν και να τις ξαναφήσουν στη σκόνη τους, εκεί που ήταν ξεχασμένες, εκεί που κανείς δεν τις περιποιούνταν, που βρέχονταν, που πάγωναν, που δεν ένιωθαν τη ζεστασιά της πλάτης. Αν έλπιζαν θα έμεναν εκεί ανοικτές. Τελικά έμειναν ανοικτές. Η ελπίδα δεν είναι μόνο ανθρώπινη. [Paulus 4 again, but stronger now]