οπότε, λέει, δεν με ξέχασες ποτέ και με σκέφτεσαι και εσύ
[χ.]
15.3.15 @ 00:02
ο χρόνος που με βασάνιζε, τα βραδια των γιορτών, οι κρύες μέρες και νυχτες που ξαναζούσα τα ίδια, χωρις έλεος, ποσο φοβόμουν πως θα ξαναπέσω, επεσα, οπως πέρσι κάθε μέρα μέσα σ εκείνο το καταραμένο μπάνιο, κάθε μα κάθε γαμημενη μέρα που έτρεχα να βγω έξω, ποια νύχτα, προλάβαινα? ειχα ήδη τελειώσει κ η βοήθεια μεγάλη απο ο,τι άφηνα και κυλούσε μέσα μου για να με πετάξει κατω, αναίσθητο, παραμιλώντας, ποια νύχτα? εκείνο το πρωί, εκείνο το πρωί να μην ξαναζήσω ποτέ μου, αυτο φοβόμουν, έτρεμα, κάθε πρωί, κάθε γαμημενο πρωί που δεν μπορούσα, μονο φωνές κ κραυγές, το νερό δεν λυτρώνει, ούτε ξεπλένει, μονο φωνές και κραυγές, μονο το πρωί δεν θελω ξανά.
[Paulus μια μαργαρίτα παρακαλώ, ναι κανάτα]
12.10.14 @ 22:24
είμαι τυφλός κ μόνο εσύ το ξέρεις [christos αθήνα κάνει καλό]
26.9.14 @ 23:10
[christos]
25.6.14 @ 23:51
Ήταν τα στενά της πόλης με την αποπνικτική ατμόσφαιρα που ήθελα να βιώσω, τον θάνατο σε αυτήν την πολη, τη νεκρόπολη, όπως τον έγραψαν οι συγγραφείς μου, που τωρα φοβάμαι να τους πιάσω πια μην πεθάνω εγω, να ρχεται ο Ιταλός που δεν τον κατάλαβα ποτέ γιατί ήταν ετσι 3 χρονια και δεν το χωρούσε ο νους μου και να μου λεει μια αλήθεια πικρή, εγω δεν θα γίνω Παύλος να σου πω οτι ετσι ειναι, και το πε με τόση αγαπη, μα αυτός γυρνούσε σπίτι μόνος του ομως και έψαχνε λίγη παρέα για τα βραδια του και εγω του πουλούσα βοήθειες απο το πανέρι, και αυτός τωρα δεν θέλει να με βλέπει ετσι, ομως δεν γίνεται να σταματήσει να με στοιχειωνει εκείνο το γέλιο του σαν τον ρώτησα αν περνάει ποτέ, γέλιο βαθύ απο μέσα σου, σου έλεγε ξεκαθαρα, εκει θα ναι πάντα, οπως μου πες ψηλέ για τις βόλτες σου στην πολη που ακομη σε γυροφέρνουν, εγω τωρα κάθομαι με την καμηλοπάρδαλη μου, πίνω απο μέσα της και την κρατάω στην αγκαλιά μου, οπως ενα χρόνο πριν ειχα εσένα, με ενα ποτήρι κρασί στις όχθες ενός βρωμικου καναλιού, μεσημέρι με την κουβέντα μας λες και ήμασταν φτιαγμένοι για τον τόπο και τον χρόνο εκείνο, κατάλληλοι, ξέρω πως ήταν η ευτυχία για αυτο ειμαι δυστυχισμένος, τον έζησα τον θάνατο που ήθελα, δεν αλλάζει η πολη τίποτα, παντού ίδιος ειναι, σε τυλίγει αργα, σε καταπίνει, δεν σε ξερναει ποτέ;
ένιωθα να ειναι η τελευταία φορά που με πιάνει ετσι κ αφέθηκα στους λυγμούς
παιδικούς, χωρίς όρια
μετα έψαχνα να βρω τι με κάνει να νιώθω καλα να μην πονάω
έβαζα το κεφάλι μου στα χέρια μου για να το εξαφανισω τίποτα
τράβηξα δέκα εικόνες απο την παιδική μου ηλικία, εκει χαμογέλασα
πάντως σε πίστεψα πως μπορει να ξαπλωσουμε δίπλα
με φωναξες Παύλο
έχασα λιγο την ισορροπία μου νομίζω
κοντοσταθηκα στη μέση της σκάλας και κοίταξα έξω, σου δώσα χρόνο μήπως θες να τρεξεις κατα πάνω μου και να με αγκαλιασεις, σαν τότε που δεν ήμουν Παύλος