Ποτέ δε φοβήθηκα τον θάνατο που δε θέλω όσο φοβάμαι τον χρόνο που δε θέλω να περνά ή να μη περνά. Στ' οριστικά με στέλνει, άλλωστε όσο υπάρχω εγώ δεν υπάρχει αυτός κι όταν έρθει αυτός δεν υπάρχω εγώ, αν δεν ανταμώνουμε ποτέ, πώς να φοβηθώ ; Στον πάτο με πετά, με κρατά από τον λαιμό, με πιέζει κάτω, μπρούμυτα, θα μ' αφήσει, δε θα μ' αφήσει, δεν μπορώ να ανασάνω, πνίγομαι, πώς να μη φοβηθώ ;