A-dio citta
Στον θεό που δεν υπάρχει να πας κωλόπολη, που νόμισα πως μου έλειψες όταν ήμουν μακριά σου και έβαλα τα κλάματα μόνος μου και μετά κατάλαβα ότι τους ανθρώπους αγαπώ και όχι τα τοπία, άδεια είναι χωρίς τους ανθρώπους μου, η σπηλιά, ο φοίνικας, τα δέντρα που βρέχονταν στη θάλασσα, οι κόκκινοι ήλιοι, τα φεγγάρια που ζάρωναν τη θάλασσα, τα απέραντα γαλάζια, τυφλός θα μουν ποτέ δε θα τα βλεπα χωρίς εσένα μαζί, γι' αυτό να κλαίω πρέπει πια που φωτίστηκα. Και έτσι έκλαιγα ανόητα, άλλωστε το κλάμα δεν έχει νου και πάντα κλαις ανόητα.